- εὐπάλαιστρος
- εὐ-πάλαιστρος, in der Palästra u. übh. geübt, gewandt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ευπάλαιστρος — εὐπάλαιστρος, ον (Α) 1. αυτός που είναι έμπειρος, επιτήδειος στην παλαίστρα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐπάλαιστρον η επιδεξιότητα, η ικανότητα στη συζήτηση («τὸ κατὰ τὰς εἰρωνείας εὐπάλαιστρον», Λογγίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παλαίστρα] … Dictionary of Greek
εὐπάλαιστρον — εὐπάλαιστρος skilful in contest masc/fem acc sg εὐπάλαιστρος skilful in contest neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)